ολόκλειστος

ολόκλειστος
η , ο совершенно закрытый, прочно запертый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ολόκλειστος" в других словарях:

  • ολόκλειστος — η, ο εντελώς κλειστός, κατάκλειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Όθωνα Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»